„διαστέλλομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα διαστέλλομαι [ðiaˈstelome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich weiten, sich ausdehnen sich weiten, sich ausdehnen διαστέλλομαι διαστέλλομαι