„διασκορπίζομαι“: αμετάβατο ρήμα διασκορπίζομαι [ðiaskorˈpizome]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausschwärmen ausschwärmen διασκορπίζομαι διασκορπίζομαι