διασαφήνιση
[ðiasaˈfinisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f, διασάφηση [ðiaˈsafisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Auf-)Klärungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιασαφήνισηKlarstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιασαφήνισηδιασαφήνιση