διαρθρώνω
[ðiarˈθrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- gliedernδιαρθρώνω κείμενοδιαρθρώνω κείμενο
- strukturierenδιαρθρώνω κείμενο, οργάνωσηδιαρθρώνω κείμενο, οργάνωση