διαπραγματεύομαι
[ðiapraɣmaˈtevome]αποθετικό ρήμα | Deponens depOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- behandelnδιαπραγματεύομαι θέμαδιαπραγματεύομαι θέμα
- verhandeln (αιτιατική | Akkusativakk über+αιτιατική | +Akkusativ +akk)διαπραγματεύομαι παζαρεύωδιαπραγματεύομαι παζαρεύω