„διαπιστώνω“: μεταβατικό ρήμα διαπιστώνω [ðiapisˈtono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) feststellen, erkennen feststellen, erkennen διαπιστώνω διαπιστώνω