„διαμορφώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα διαμορφώνομαι [ðiamorˈfonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich herausbilden sich herausbilden διαμορφώνομαι διαμορφώνομαι