διαμέρισμα
[ðiaˈmerizma, ðjaˈmerizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Etagen-)Wohnungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαμέρισμα κατοικίαδιαμέρισμα κατοικία
- Appartmentουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιαμέρισμα μικρόδιαμέρισμα μικρό
- Verwaltungsbezirkαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιαμέρισμα διοικητικός όρος | amtlichδιοικδιαμέρισμα διοικητικός όρος | amtlichδιοικ
examples
- ιδιόκτητο διαμέρισμαEigentumswohnungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Singlewohnungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διαμέρισμα μπαταριώνBatteriefachουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples