„διαλεκτική“: θηλυκό διαλεκτική [ðialektiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dialektik Dialektikθηλυκό | Femininum, weiblich f διαλεκτική διαλεκτική