„διαλεγμένος“ διαλεγμένος [ðjaleɣˈmenos], διαλεγμένη, διαλεγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausgesucht ausgesucht διαλεγμένος διαλεγμένος