„διακλαδίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα διακλαδίζομαι [ðiaklaˈðizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich verzweigen, sich gabeln sich verzweigen, sich gabeln διακλαδίζομαι διακλαδίζομαι