διαδηλωτής
[ðiaðiloˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, διαδηλώτρια [ðiaðiˈlotria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Demonstrantαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαδηλωτήςδιαδηλωτής