διαδεδομένος
[ðiaðeðoˈmenos], διαδεδομένη, διαδεδομένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verbreitetδιαδεδομένοςδιαδεδομένος
examples
- διαδεδομένη ασθένειαθηλυκό | Femininum, weiblich fVolkskrankheitθηλυκό | Femininum, weiblich f