διαδέχομαι
[ðiaˈðexome]αποθετικό ρήμα | Deponens depOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nachfolgen (+αιτιατική | +Akkusativ+akk jemandem)διαδέχομαιδιαδέχομαι
- aufeinanderfolgenδιαδέχομαι με υποκείμενα στον πληθυντικόδιαδέχομαι με υποκείμενα στον πληθυντικό