διαβολάκι
[ðjavoˈlakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Frechdachsαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιαβολάκιRackerαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιαβολάκιδιαβολάκι