„διαίσθηση“: θηλυκό διαίσθηση [ðiˈesθisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Intuition, Vorahnung, Gespür Intuitionθηλυκό | Femininum, weiblich f διαίσθηση Vorahnungθηλυκό | Femininum, weiblich f διαίσθηση Gespürουδέτερο | Neutrum, sächlich n διαίσθηση διαίσθηση