„διάφορος“ διάφορος [ðiˈaforos], διάφορη, διάφοροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einzeln, verschieden einzeln, verschieden διάφορος διάφορος examples διαφόρων ειδών mancherlei διαφόρων ειδών