„διάκενο“: ουδέτερο διάκενο [ðiˈakjeno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zeilenabstand Zeilenabstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m διάκενο διάκενο examples διπλό διάκενο zweizeiliger Zeilenabstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m διπλό διάκενο