διάδοση
[ðiˈaðosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verbreitungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάδοση πληροφοριών, μυστικούδιάδοση πληροφοριών, μυστικού
- Ausbreitungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάδοση δόγματος, θρησκείαςδιάδοση δόγματος, θρησκείας
- Gerüchtουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιάδοση φήμηδιάδοση φήμη