„δηλητηριάζω“: μεταβατικό ρήμα δηλητηριάζω [ðilitiriˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vergiften vergiften δηλητηριάζω δηλητηριάζω examples δηλητηριάζω με αέριο vergasen δηλητηριάζω με αέριο