„δεσποτικός“ δεσποτικός [ðespotiˈkos], δεσποτική, δεσποτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) despotisch, herrisch despotisch, herrisch δεσποτικός δεσποτικός