„δεσμευμένος“ δεσμευμένος [ðezmevˈmenos], δεσμευμένη, δεσμευμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verpflichtet, gebunden verpflichtet, gebunden δεσμευμένος δεσμευμένος