„δερματοπάθεια“: θηλυκό δερματοπάθεια [ðermatoˈpaθia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hautkrankheit Hautkrankheitθηλυκό | Femininum, weiblich f δερματοπάθεια δερματοπάθεια