„δεντρογαλιά“: θηλυκό δεντρογαλιά [ðendroɣaˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Natter (Ringel)Natterθηλυκό | Femininum, weiblich f δεντρογαλιά δεντρογαλιά