„δεκανίκι“: ουδέτερο δεκανίκι [ðekaˈnikji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Krücke Krückeθηλυκό | Femininum, weiblich f δεκανίκι δεκανίκι