„δεκάμετρο“: ουδέτερο δεκάμετρο [ðeˈkametro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dekameter Dekameterαρσενικό | Maskulinum, männlich m δεκάμετρο δεκάμετρο