„δασονόμος“: αρσενικό και θηλυκό δασονόμος [ðasoˈnomos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Förster Försterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f δασονόμος δασονόμος