„δανείζω“: μεταβατικό ρήμα δανείζω [ðaˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) leihen, borgen (aus)leihen, borgen (κάτι σε κάποιον jemandem etwas) δανείζω δανείζω