„δακτυλομπογιά“: θηλυκό δακτυλομπογιά [ðaktiloboˈja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fingerfarbe Fingerfarbeθηλυκό | Femininum, weiblich f δακτυλομπογιά δακτυλομπογιά