δίπλωμα
[ˈðiploma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Faltenουδέτερο | Neutrum, sächlich nδίπλωμα ρούχωνδίπλωμα ρούχων
- Einwickelnουδέτερο | Neutrum, sächlich nδίπλωμα τύλιγμαδίπλωμα τύλιγμα
- Diplomουδέτερο | Neutrum, sächlich nδίπλωμα πτυχίοZeugnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nδίπλωμα πτυχίοδίπλωμα πτυχίο
examples
- δίπλωμα ανωτάτης σχολήςHochschulabschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- δίπλωμα επαγγελματικής σχολήςBerufsschulzeugnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- δίπλωμα ευρεσιτεχνίαςPatentουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples