δίδυμος
[ˈðiðimos], δίδυμη, δίδυμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zwillingαρσενικό | Maskulinum, männlich mδίδυμοςZwillings-δίδυμοςδίδυμος
examples
- δίδυμη αδελφήθηλυκό | Femininum, weiblich fZwillingsschwesterθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δίδυμος αδελφόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mZwillingsbruderαρσενικό | Maskulinum, männlich m