„δίδαγμα“: ουδέτερο δίδαγμα [ˈðiðaɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lehre, Lehre, Moral Lehreθηλυκό | Femininum, weiblich f δίδαγμα αντικείμενο δόγματος δίδαγμα αντικείμενο δόγματος Lehreθηλυκό | Femininum, weiblich f δίδαγμα πείρας δίδαγμα πείρας Moralθηλυκό | Femininum, weiblich f δίδαγμα μιας ιστορίας δίδαγμα μιας ιστορίας