„δέκατος“ δέκατος [ˈðekatos], δέκατη, δέκατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zehnte zehnte δέκατος δέκατος examples δέκατος όγδοος achtzehnte(r, s) δέκατος όγδοος