„γύμνια“: θηλυκό γύμνια [ˈjimɲa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nacktheit, Blöße Nacktheitθηλυκό | Femininum, weiblich f γύμνια Blößeθηλυκό | Femininum, weiblich f γύμνια γύμνια