„γόνιμος“ γόνιμος [ˈɣonimos], γόνιμη, γόνιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fruchtbar fruchtbar γόνιμος γόνιμος