γυμνιστής
[jimnisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Nudistαρσενικό | Maskulinum, männlich mγυμνιστήςγυμνιστής
examples
- πλαζθηλυκό | Femininum, weiblich f γυμνιστώνNacktbadestrandαρσενικό | Maskulinum, männlich m