„γρουσούζης“: αρσενικό γρουσούζης [ɣruˈsuzis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Unglücksrabe Unglücksrabeαρσενικό | Maskulinum, männlich m γρουσούζης γρουσούζης