γραμματοσειρά
[ɣramatosiˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schriftartθηλυκό | Femininum, weiblich fγραμματοσειρά ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υγραμματοσειρά ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ