„γοητεύω“: μεταβατικό ρήμα γοητεύω [ɣoiˈtevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -ευμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) faszinieren, entzücken faszinieren, entzücken γοητεύω γοητεύω