„γοητεία“: θηλυκό γοητεία [ɣoiˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Charme, Zauber, Reiz Charmeαρσενικό | Maskulinum, männlich m γοητεία γοητεία Zauberαρσενικό | Maskulinum, männlich m γοητεία μαγεία γοητεία μαγεία Reizαρσενικό | Maskulinum, männlich m γοητεία θέλγητρο γοητεία θέλγητρο