„γνωματεύω“: μεταβατικό ρήμα γνωματεύω [ɣnomaˈtevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα/-ευσα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) begutachten begutachten γνωματεύω γνωματεύω