γκρεμίζω
[greˈmizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- hinunterstürzen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)γκρεμίζω ρίχνωγκρεμίζω ρίχνω
- abreißen, einreißen, niederreißenγκρεμίζω κτήριογκρεμίζω κτήριο