„γκαρνταρόμπα“: θηλυκό γκαρνταρόμπα [gardaˈroba]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Garderobe Garderobeθηλυκό | Femininum, weiblich f γκαρνταρόμπα γκαρνταρόμπα