„γευσιγνώστρια“: θηλυκό γευσιγνώστρια [jefsiˈɣnostria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gourmet Gourmetαρσενικό | Maskulinum, männlich m γευσιγνώστρια γευσιγνώστρια