„Γερμανικά“: πληθυντικός ουδετέρου Γερμανικά [jermaniˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Deutsch Deutschουδέτερο | Neutrum, sächlich n Γερμανικά Γερμανικά examples στα Γερμανικά auf Deutsch στα Γερμανικά