γενοκτονία
[jenoktoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Völkermordαρσενικό | Maskulinum, männlich mγενοκτονίαGenozidουδέτερο | Neutrum, sächlich nγενοκτονίαγενοκτονία