„γεννητικότητα“: θηλυκό γεννητικότητα [jenitiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geburtenrate Geburtenrateθηλυκό | Femininum, weiblich f γεννητικότητα γεννητικότητα