γενναιότητα
[jeneˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Tapferkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fγενναιότηταMutαρσενικό | Maskulinum, männlich mγενναιότηταγενναιότητα