„γενικεύω“: μεταβατικό ρήμα γενικεύω [jeniˈkjevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -ευμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verallgemeinern verallgemeinern γενικεύω γενικεύω