„γαϊδουριά“: θηλυκό γαϊδουριά [ɣaiðuˈrja]θηλυκό | Femininum, weiblich f οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Frechheit Frechheitθηλυκό | Femininum, weiblich f γαϊδουριά γαϊδουριά